άσφαχτος
Смотреть что такое "άσφαχτος" в других словарях:
άσφαχτος — άσφακτος* … Dictionary of Greek
άσφαχτος — η, ο και άσφαγος, η, ο αυτός που δε σφάχτηκε: Το αρνί το αγάπησαν τόσο πολύ τα παιδιά που στο τέλος έμεινε άσφαχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… … Dictionary of Greek
άσφακτος — και άσφαχτος και άσφαγος, η, ο (AM ἄσφακτος, ον) αυτός που δεν έχει σφαχτεί … Dictionary of Greek